γλωσσόκομον

γλωσσόκομον
-ου + τό N 2 0-4-0-0-0=4 2 Chr 24,8.10.11(bis)
case, casket, ark
Cf. HARL 1992a, 100.113-117; MEYERS 1971, 53; WALTERS 1973, 126

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γλωσσόκομον — γλωσσόκομον, το (AM) κιβώτιο, κουτί αρχ. 1. κιβώτιο ή θήκη για φύλαξη χρημάτων ή πολύτιμων αντικειμένων 2. φέρετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κομον < κομώ «φροντίζω για κάτι, περιποιούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • γλωσσόκομον — case to keep the reeds neut nom/voc/acc sg γλωσσόκομος sarcophagus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωττόκομον — γλωσσόκομον , γλωσσόκομον case to keep the reeds neut nom/voc/acc sg γλωσσόκομον , γλωσσόκομος sarcophagus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσοκόμοις — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut dat pl γλωσσόκομος sarcophagus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσοκόμου — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut gen sg γλωσσόκομος sarcophagus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσοκόμων — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut gen pl γλωσσόκομος sarcophagus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσοκόμῳ — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut dat sg γλωσσόκομος sarcophagus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσόκομα — γλωσσόκομον case to keep the reeds neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nymphodorus (physician) — Nymphodorus, (Greek: Νυμφόδωρος; 3rd century BC), a Greek physician, who must have lived in or before the 3rd century BC, as he is mentioned by Heraclides of Tarentum.[1] He was celebrated for the invention of a machine for the reduction of… …   Wikipedia

  • γλωσσοκομείον — γλωσσοκομεῑον και γλωττοκομεῑον, το (Α) [γλωσσόκομον] 1. κιβώτιο για τη φύλαξη γλωττίδων, στομίων τών αυλών 2. ορθοπεδική συσκευή για να συγκρατεί ακίνητο κάποιο εξαρθρωμένο ή σπασμένο μέλος τού σώματος 3. το γυναικείο αιδοίο …   Dictionary of Greek

  • γλωσσόκομος — γλωσσόκομος, ο (Μ) το γλωσσόκομον, κιβώτιο για φύλαξη χρημάτων και τιμαλφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κομος < κομώ «φροντίζω για κάτι, περιποιούμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”